μεθάνιο

μεθάνιο
Αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH4, ο οποίος αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των αλκανίων ή παραφινών. Είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση, καθώς αποτελεί το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου, σε ποσοστό 75%, του αερίου των ανθρακωρυχείων και του αερίου των τελμάτων, όπου σχηματίζεται κατά την αναερόβια ζύμωση της φυτικής και ζωικής ύλης, κάτω από το νερό. Το μ. παράγεται, επίσης, ως υποπροϊόν σε ορισμένες χημικές βιομηχανίες. Το μ. είναι άχρωμο και άοσμο αέριο, λίγο διαλυτό στο νερό και με πυκνότητα μικρότερη από του αέρα. Το σημείο τήξης του βρίσκεται στους –1830 C και το σημείο ζέσεως στους –1640 C. Όπως και οι υπόλοιποι κορεσμένοι υδρογονάνθρακες, δεν είναι ιδιαίτερα δραστικό· όμως, μπορεί να μετασχηματιστεί σε διάφορα προϊόντα κάτω από κατάλληλες συνθήκες και παρουσία ειδικών καταλυτών. Η χλωρίωση είναι η πιο ενδιαφέρουσα αντίδραση: το μ. αντιδρά με το χλώριο μόνο παρουσία ηλιακού φωτός ή υπεριώδους ακτινοβολίας (φωτοχημική αντίδραση) για να δώσει ένα μείγμα χλωριωμένων προϊόντων, που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία ως διαλύτες. Τα χλωριωμένα παράγωγα του μ. είναι το χλωριούχο μεθύλιο ή χλωρο-μεθάνιο, το διχλωρο-μεθάνιο ή μεθυλενοχλωρίδιο, το χλωροφόρμιο και ο τετραχλωράνθρακας. Αντίστοιχες αντιδράσεις λαμβάνονται και με το φθόριο. Με θέρμανση στους 800-1.000° C και παρουσία υδρατμών, το μ. μετατρέπεται σε υδρογόνο και οξείδιο του άνθρακα· η μέθοδος αυτή είναι οικονομικότερη από την ηλεκτρολυτική και χρησιμοποιείται για την παρασκευή καθαρού υδρογόνου. Από τα χημικά προϊόντα που προέρχονται απευθείας από το μ., τα σημαντικότερα, από βιομηχανική άποψη (πέραν των χλωριωμένων παραγώγων) είναι η μεθυλική αλκοόλη (CH3OH), η φορμαλδεΰδη (CH2O) και το νιτρομεθάνιο (CH3NO2). Ωστόσο, η κύρια χρήση του μ. είναι ως καύσιμο για οικιακή και βιομηχανική χρήση, για την παραγωγή θερμοηλεκτρικής ενέργειας και για την παρασκευή συνθετικών ρητινών, αζωτούχων λιπασμάτων, συνθετικής βενζίνης, κλπ. Το μ. μπορεί να παραχθεί εμπορικά με θέρμανση μίγματος άνθρακα και υδρογόνου, ενώ εργαστηριακά λαμβάνεται με θέρμανση οξικού νατρίου και καυστικού νατρίου, καθώς και μέσω της αντίδρασης του καρβιδίου του αργιλίου με νερό.Δεν είναι τοξικό κατά την εισπνοή, ωστόσο μπορεί να προκαλέσει ασφυξία, μειώνοντας τη συγκέντρωση του οξυγόνου. Για τον λόγο αυτό, στο εμπορικό φυσικό αέριο προστίθενται ίχνη οργανικών θειούχων ενώσεων με χαρακτηριστική οσμή, ώστε να ανιχνεύονται έγκαιρα οι διαρροές. Το μεθάνιο είναι ένα από τα κύρια συστατικά των φυσικών αερίων, σε ποσοστό που φτάνει μέχρι το 99%. Στη φωτογραφία, κεντρική διάταξη συλλογής και αφυδάτωσης του φυσικού αερίου.
* * *
το
χημ. οργανική χημική ένωση, κορεσμένος υδρογονάνθρακας που αποτελεί το πρώτο μέλος τής σειράς τών αλκανίων, είναι αέριο που απαντά σε αφθονία στη φύση ως συστατικό τού «φυσικού αερίου», τού αερίου τών ανθρακωρυχείων και ως προϊόν αποσύνθεσης τής οργανικής ύλης ή παράγεται βιομηχανικά ως προϊόν πυρόλυσης, αποτελεί το κύριο συστατικό τής ατμόσφαιρας τών περιφερειακών πλανητών τού ηλιακού συστήματος και χρησιμοποιείται ευρύτατα ως καύσιμο ή ως πρώτη ύλη στη χημική βιομηχανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. methane. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Χρηστομάνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεθάνιο — το άχρωμο και σχεδόν άοσμο αέριο, οργανική ένωση άνθρακα με υδρογόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριβρωμο-νιτρο-μεθάνιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής βρωμοπικρίνης …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • καύσιμο — Υλικό που χρησιμοποιείται στους κινητήρες έκρηξης και στους κινητήρες ντίζελ. Τα κ. έχουν διαφορετικές ιδιότητες, ανάλογα με τον τύπο του κινητήρα για τον οποίο προορίζονται. Για τους κινητήρες έκρηξης έχει υιοθετηθεί ως υγρό κ. η βενζίνη. Τα κ.… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

  • Mofette — im Soos (Tschechien) Eine Mofette ist der Austrittspunkt von Kohlenstoffdioxid mit Temperaturen unter 100 °C. Sie ist damit eine Unterart der Fumarole[1] und wird als Begleiterscheinung von Vulkanismus angesehen.[2] …   Deutsch Wikipedia

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”